προσεξαγριαίνω

προσεξαγριαίνω
Α [ἐξαγριαίνω]
εξαγριώνω, εξοργίζω περισσότερο («προσεξαγριαίνει... τὸν θεόν, νομίσας ἀπατήσειν αὐτοῡ τὴν πρόνοιαν», Ιώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”